- επιζαφελής
- ἐπιζαφελής, -ές (Α)(ουδ.) ἐπιζαφελέςοργίλο, γεμάτο οργή.επίρρ...ἐπιζαφελῶςμε οργή και μνησικακία («αἰὲν ἐπιζαφελῶς χαλεπαίνει», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιζαφελής — ἐπιζάφελος vehement masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)